- ιαφέτης
- ἰαφέτης, ὁ (Α)(για τον Απόλλωνα) τοξότης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ι-ός (II) «βέλος» + αφέτης (< αφίημι «αφήνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰαφέτην — ἰ̱αφέτην , ἰάπτω hurt plup ind act 3rd dual ἰ̱αφέτην , ἰαφέτης archer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)